«Από τόσο ισχυρές δυνάμεις ή πλάσματα, πιθανώς να υπάρχει κάτι που επιβίωσε… κάτι που επιβίωσε από μια τρομερά μακρινή εποχή όταν… η συνείδηση εκδηλώθηκε, ίσως, σε σχήματα και μορφές από καιρό αποτραβηγμένες μπροστά στην παλίρροια της προόδου της ανθρωπότητας… μορφές που μόνο η ποίηση και ο θρύλος έχουν συλλάβει μια φευγαλέα ανάμνησή τους, και τις αποκάλεσαν θεούς, τέρατα, μυθικά πλάσματα κάθε λογής και είδους…» (Βρέθηκε ανάμεσα στα χαρτιά του μακαρίτη Φράνσις Γουέιλαντ Θάρστον, από τη Βοστόνη)
Το όνομά μου είναι Κβοθ.
Έχω κλέψει πριγκίπισσες από στοιχειωμένους βασιλιάδες. Έκαψα συθέμελα την πόλη του Τρέμπον. Βάδισα στο φεγγαρόφωτο σε μονοπάτια που άλλοι φοβούνται ακόμα και να τα αναφέρουν κατά τη διάρκεια της μέρας. Έχω μιλήσει με θεούς, έχω αγαπήσει γυναίκες κι έχω γράψει τραγούδια που κάνουν τους τροβαδούρους να δακρύζουν.
Ίσως με έχετε ακουστά...
Οι δυνάμεις του σκότους καιροφυλακτούν. Όταν αδιόρατες αλλαγές απειλούν την εύθραυστη ειρήνη, οι απόγονοι των Συντρόφων της Λόγχης σηκώνουν το ξίφος και τη ράβδο και δέχονται το κάλεσμα της μοίρας.
Μια φορά κι έναν καιρό, ο Γιοργκ Χόνορους Άνκραθ ήταν ένα προνομιούχο γαλαζοαίματο παιδί μεγαλωμένο στη στοργική αγκαλιά της μητέρας του. Όμως οι μέρες εκείνες χάθηκαν πρόωρα, σαν παιδικές φαντασιοπληξίες που ξεθωριάζουν στο σκοτάδι μιας σκληρής αλήθειας.
Μια παράξενη στρατιά απέθαντων απλώνεται στον πολύπαθο κόσμο, και ασυνήθιστοι ήρωες - ένας πεισματάρης μοναχός κι ένα κέντερ που επικοινωνεί με τα πνεύματα των νεκρών - ενώνουν τις δυνάμεις τους για να χτυπήσουν το ανερχόμενο κακό στη ρίζα του.