«Τι εννοείς και πολύ ασήμι;» γρύλισε ο δίμετρος. «Τα βικτορίνια είναι χρυσαφένια».
«Και ποιος νοιάζεται πια για ψίχουλα», του αντιγύρισε θρασύτατα το θρακιώτικο ψαχτήρι.
«Δηλαδή», παρενέβη, δίκην πυροσβέστη, ο προφέσορας, «κι αν καλά κατάλαβα, εδώ δε μιλάμε πλέον για τις λίρες του αντάρτη, αλλά…»
«Μυκηναϊκό τάφο… θολωτό και ασύλητο!» του διευκρίνισε όλος καμάρι ο Θρακιώτης.
«Άκου!» βρυχήθηκε ξανά ο δίμετρος. Έδειξε με το κεφάλι του τον προφέσορα. «Αυτός κι εγώ, δεν κατεβαίνουμε κει κάτω. Τούτη η λοφοπλαγιά είναι στοιχειωμένη και δεν ενοχλούμε τον ύπνο των πνευμάτων. Τελεία και παύλα!»
«Πρόβλημά σας», τον έκοψε με απρόσμενο θάρρος ο Θρακιώτης. «Εμείς οι τρεις προχωράμε! Ασύλληπτα πλούτη μας περιμένουν και δεν μένει παρά να απλώσουμε πάνω τους τα χέρια μας».
Τα άπλωσαν! Δεύτερο στη σειρά λάθος…
Από το νέο βιβλίο του Μιχάλη Αντωνόπουλου