Προχωρώ στης σκέψης μου τη μοναξιά και ανοίγω φανταστικούς δρόμους μέσα απ’ την αόρατη βλάστηση, ώσπου συναντιέμαι με κείνο τον κορμό, τον γεμάτο τρύπες σαν παράξενη φλογέρα γίγαντα, που κάθε φορά μετακινείται και μου κλείνει το δρόμο μόλις πλησιάσω στο ξέφωτο.
Φυλακή δίχως σίδερα, λαβύρινθος χωρίς μίτο, φωνή χωρίς ανάσα, θαμπή, αδύναμη. Τα χείλη τρεμοπαίζουν για λίγο, σαν να θυμούνται τον ήχο, σαν να προσπαθούν να τον σπρώξουν μακριά.
Για μια στιγμή μονάχα όμως και η στιγμή περνάει, χάνεται στου χρόνου το μαλακό μαξιλάρι. Εκείνο που κρύβει των ματιών τις ξεχασμένες αλήθειες και τις κάνει πούπουλα μαγεμένα.
Σκέψεις στο βιβλίο του Γιώργου Κοσκινά