Ορεινή Σερβία, 1759. Μια αγροικία στέκεται μόνη μέσα στη νύχτα, στο έλεος της χιονοθύελλας. Όποιος τολμήσει να φτάσει εκεί θα βρει μια σειρά από τάφους, σκαμμένους και αδειανούς στην αυλή, ένα κομμένο κεφάλι που σαπίζει πάνω σε ένα παλούκι μπρος στο σπίτι, και μια νέα γυναίκα να τον σημαδεύει με το όπλο της. Η Σντένκα περιμένει, μόνη και οπλισμένη, τη σωτηρία ή την αιώνια καταδίκη, όποια από τις δύο έρθει πρώτη. Ο πατέρας της, ο Γκόρκα, θύμα της κατάρας των βούρνταλακ, όπως λένε τους βρυκόλακες στα μέρη της, έχει μολύνει όλα τα μέλη της οικογένειάς της εκτός από την ίδια, και η αποψινή νύχτα είναι η τελευταία της.
Με τον Γκόρκα και τη φαμίλια του να έρχονται ήδη να την πάρουν, η Σντένκα βρίσκει απρόσμενη βοήθεια στο πρόσωπο ενός μοναχικού καβαλάρη που της ζητά άσυλο για τη νύχτα. Μα ο μυστηριώδης ταξιδιώτης δεν είναι αυτό που φαίνεται, και η βοήθειά του έχει τίμημα πιο ακριβό και από τη ζωή της.
Αυτό είναι το δεύτερο κεφάλαιο μιας ιστορίας γεμάτης αίμα, έρωτα και τρόμο, που ξεδιπλώνεται σε τρεις χώρες και ισάριθμους αιώνες.