Μπαίνουμε μέσα όπως μπαίνουμε σε ένα κάστρο, παρασυρμένοι, από τη μυρωδιά του καμένου και του γλεντιού.
Η ιστορική γειτονιά των Εξαρχείων πλέει ακυβέρνητη στην τσιμεντένια θάλασσα της Αθήνας. Στους στενούς δρόμους, οι κάτοικοι γελούν και χάνονται, διασχίζοντας επικίνδυνα νερά σαν νυχτερινά ψάρια.
Ο Νίκος, επισκέπτης στα Εξάρχεια. Τα Εξάρχεια του οικογενειακού καφέ-μπαρ, του πάρκου Ναυαρίνου, των γκράφιτι, των καταλήψεων. Της θείας Ναταλίας, του αγωνιστή Τζίμπη, του εξαρτημένου Γιάννη, του μικρού μετανάστη Ιμράν. Ένα καλοκαίρι σαν γλυκόπικρο νεράντζι.
Η θαμπή γυαλάδα είναι σκέψεις από μια εικαστικό. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα, λόγια και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και βασίζεται σε μια απορία.
Μικρές ζωές ανθρώπων, παγιδευμένων στη δίνη μιας μεγάλης καταστροφής. Μια μελαγχολική ιστορία για τις χαμένες πατρίδες και τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης.